ἀγαπητά

ἀγαπητά
ἀγαπητός
that wherewith one must be content
neut nom/voc/acc pl
ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός
that wherewith one must be content
fem nom/voc/acc dual
ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός
that wherewith one must be content
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγαπητάς — ἀγαπητά̱ς , ἀγαπητός that wherewith one must be content fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • άφιλος — η, ο (AM ἄφιλος, ον) ο χωρίς φίλους, χωρίς αγαπητά πρόσωπα αρχ. 1. μη φιλικός, μισητός 2. ο μη κοινωνικός …   Dictionary of Greek

  • γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά …   Dictionary of Greek

  • ολάκριβος — η, ο πολύ ακριβός, πολύτιμος, πολύ αγαπητός. επίρρ... ολάκριβα πολύ ακριβά, πολύτιμα, αγαπητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”